- δυάζω
- (AM δυάζω)1. διαιρώ στα δύο, διχοτομώ2. εμφανίζω κάτι με δύο μορφές3. μέσ. δυάζομαιδιχάζομαι, αποδέχομαι δύο αντίθετες θεωρίες, επαμφοτερίζωμσν.1. παρουσιάζω κάτι διπλό, σε ζεύγος2. παθ. γίνομαι διπλός, ζευγαρώνομαι3. είμαι διπλόςαρχ.1. διπλασιάζω2. έχω την εντύπωση ότι ένα πράγμα είναι διπλό, πάσχω από διπλωπία3. (ειδ.) εκφέρω κάτι στον δυϊκό αριθμό.
Dictionary of Greek. 2013.